- οἰκοδεσποίνας
- οἰκοδεσποίνᾱς , οἰκοδέσποιναmistress of a familyfem acc plοἰκοδεσποίνᾱς , οἰκοδέσποιναmistress of a familyfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρία — η θηλ.του κύριος 1. τιμητική προσαγόρευση παντρεμένης γυναίκας. 2. προσαγόρευση της οικοδέσποινας από το υπηρετικό της προσωπικό: Η κυρία βγήκε. 3. η σύζυγος. 4. γυναίκα αξιοπρεπής. 5. (για μαθητές) η δασκάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)